- ῥευσταλέος
- ῥευσ-τᾰλέος, α, ον,A liquid, fluent, Orac. ap. Eus.PE4.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρευσταλέος — α, ον, Μ αυτός που ρέει, ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥευστός + επίθημα αλέος (πρβλ. λυσσ αλέος)] … Dictionary of Greek